- παραχαλώ
- -άω, Α1. διανοίγω δίοδο, διέξοδο για κάτι2. (αμτβ.) (για πλοίο) χαλαρώνομαι, υφίσταμαι χαλάρωση τών αρμών από τους οποίους μπαίνει μέσα το νερό, αφήνω να εισρεύσει το νερό, κάνω νερά («κἄγωγ', ἐάν τι παραχαλᾷ, τὴν ἀντλίαν φυλάξω», Αριστοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.